clandé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- clandé, συντόμευση της λέξης clandestin
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clandé | clandés |
clandé (fr) θηλυκό
- (αργκό) κρυφός οίκος ανοχής
ενικός | πληθυντικός |
clandé | clandés |
clandé (fr) θηλυκό