passager
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
passager (fr) αρσενικό, passagère θηλυκό
- ο επιβάτης
Επίθετο επεξεργασία
passager (fr) αρσενικό, passagère θηλυκό
passager (fr) αρσενικό, passagère θηλυκό
passager (fr) αρσενικό, passagère θηλυκό