Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παροδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
παροδικώς
,
παροδικῶς
,
παρόδιος
,
παρωδιακός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παροδικ
ός
η
παροδικ
ή
το
παροδικ
ό
γενική
του
παροδικ
ού
της
παροδικ
ής
του
παροδικ
ού
αιτιατική
τον
παροδικ
ό
την
παροδικ
ή
το
παροδικ
ό
κλητική
παροδικ
έ
παροδικ
ή
παροδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παροδικ
οί
οι
παροδικ
ές
τα
παροδικ
ά
γενική
των
παροδικ
ών
των
παροδικ
ών
των
παροδικ
ών
αιτιατική
τους
παροδικ
ούς
τις
παροδικ
ές
τα
παροδικ
ά
κλητική
παροδικ
οί
παροδικ
ές
παροδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παροδικός
< (
διαχρονικό δάνειο
)
ελληνιστική κοινή
παροδικός
Επίθετο
επεξεργασία
παροδικός, -ή, -ό
που εμφανίζεται για
λίγο
και μετά χάνεται, που διαρκεί
λίγο
Αντώνυμα
επεξεργασία
μόνιμος
συστηματικός
Συγγενικά
επεξεργασία
παροδικά
παροδικώς
παροδικότητα
παρόδιος
→
και
δείτε
τις λέξεις
πάροδος
,
παρά
και
οδός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παροδικός
γαλλικά
:
passager
(fr)