Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρωδιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
παροδικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρωδιακ
ός
η
παρωδιακ
ή
το
παρωδιακ
ό
γενική
του
παρωδιακ
ού
της
παρωδιακ
ής
του
παρωδιακ
ού
αιτιατική
τον
παρωδιακ
ό
την
παρωδιακ
ή
το
παρωδιακ
ό
κλητική
παρωδιακ
έ
παρωδιακ
ή
παρωδιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρωδιακ
οί
οι
παρωδιακ
ές
τα
παρωδιακ
ά
γενική
των
παρωδιακ
ών
των
παρωδιακ
ών
των
παρωδιακ
ών
αιτιατική
τους
παρωδιακ
ούς
τις
παρωδιακ
ές
τα
παρωδιακ
ά
κλητική
παρωδιακ
οί
παρωδιακ
ές
παρωδιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρωδιακός
<
παρωδία
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
παρωδιακός, -ή, -ό
σχετικός με
παρωδία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
παρωδία
και
ωδή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρωδιακός
γαλλικά
:
parodique
(fr)