ωδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωδή | οι | ωδές |
γενική | της | ωδής | των | ωδών |
αιτιατική | την | ωδή | τις | ωδές |
κλητική | ωδή | ωδές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωδή < αρχαία ελληνική ᾠδή < ἀοιδή < ἀείδω και ἀήδω (τραγουδώ) < ἀϜείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd- (κοινή ρίζα με την λέξη αὐδή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωδή θηλυκό
- λυρικό άσμα, τραγούδι
- ύμνος
- υμνητικό ποίημα
- (στην αρχαία Ελλάδα) κάθε ποίημα που απαγγελλόταν τραγουδιστά ή μελωδικά ή πάντως με ρυθμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ωδή στη Βικιπαίδεια