πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωδείο τα ωδεία
      γενική του ωδείου των ωδείων
    αιτιατική το ωδείο τα ωδεία
     κλητική ωδείο ωδεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωδείο ουδέτερο

  1. (μουσική) σχολή όπου διδάσκεται η μουσική
      σπούδασε στο ωδείο Αθηνών
     συνώνυμα: κονσερβατόριο (παρωχημένο)
  2. (στην αρχαιότητα) το κτίριο όπου γινόταν η προετοιμασία μουσικών ή θεατρικών παραστάσεων πριν την επίσημη παρουσίασή τους στο θέατρο
      Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

Μεταφράσεις

επεξεργασία