ᾠδή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ᾠδή | αἱ | ᾠδαί |
γενική | τῆς | ᾠδῆς | τῶν | ᾠδῶν |
δοτική | τῇ | ᾠδῇ | ταῖς | ᾠδαῖς |
αιτιατική | τὴν | ᾠδήν | τὰς | ᾠδᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ᾠδή | ᾠδαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ᾠδᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ᾠδαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαᾠδή, -ῆς θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα:
→ και δείτε τη λέξη ἀείδω
Απόγονοι
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
- ⇘ νέα ελληνικά: ωδή
- ↷ λατινικά: oda
Πηγές
επεξεργασία- ᾠδή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ᾠδή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.