→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ᾠδοποιός τὸ ᾠδοποιόν
      γενική τοῦ/τῆς ᾠδοποιοῦ τοῦ ᾠδοποιοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ᾠδοποι τῷ ᾠδοποι
    αιτιατική τὸν/τὴν ᾠδοποιόν τὸ ᾠδοποιόν
     κλητική ! ᾠδοποιέ ᾠδοποιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ᾠδοποιοί τὰ ᾠδοποιᾰ́
      γενική τῶν ᾠδοποιῶν τῶν ᾠδοποιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ᾠδοποιοῖς τοῖς ᾠδοποιοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ᾠδοποιούς τὰ ᾠδοποιᾰ́
     κλητική ! ᾠδοποιοί ᾠδοποιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ᾠδοποιώ τὼ ᾠδοποιώ
      γεν-δοτ τοῖν ᾠδοποιοῖν τοῖν ᾠδοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ᾠδοποιός < αρχαία ελληνική ᾠδ(ή) + -ο- + -ποιός

  Επίθετο

επεξεργασία

ᾠδοποιός, -ός, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. που έχει συνθέσει ᾠδή
  2. (και ουσιαστικοποιημένο) (επάγγελμα) ο συνθέτης ᾠδής, άσματος