Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνθέτης οι συνθέτες
      γενική του συνθέτη των συνθετών
    αιτιατική τον συνθέτη τους συνθέτες
     κλητική συνθέτη συνθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνθέτης < αρχαία ελληνική συνθέτης < συντίθημι < σύν + τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compositeur[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνθέτης αρσενικό (θηλυκό: συνθέτρια, συνθέτιδα, συνθέτις)

  1. (μουσική, επάγγελμα) αυτός που συνθέτει, ιδίως μουσική
     συνώνυμα: μουσουργός, μουσικοσυνθέτης
  2. στοιχειοθέτης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία