συνθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συνθέτης | οι | συνθέτες |
γενική | του | συνθέτη | των | συνθετών |
αιτιατική | τον | συνθέτη | τους | συνθέτες |
κλητική | συνθέτη | συνθέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνθέτης < αρχαία ελληνική συνθέτης < συντίθημι < σύν + τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compositeur[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνθέτης αρσενικό (θηλυκό: συνθέτρια, συνθέτιδα, συνθέτις)
- (μουσική, επάγγελμα) αυτός που συνθέτει, ιδίως μουσική
- στοιχειοθέτης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που συνθέτει μουσική
- ↑ συνθέτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας