συνθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνθέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντίθημι. Μορφολογικά, συν- + θέτω. [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sinˈθe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐θέ‐τω
- τονικό παρώνυμο: σύνθετο
Ρήμα
επεξεργασίασυνθέτω, αόρ.: συνέθεσα, παθ.φωνή: συντίθεμαι, π.αόρ.: συντέθηκα/συνετέθην, μτχ.π.π.: συντεθειμένος
- χρησιμοποιώ ή συγκεντρώνω επιμέρους στοιχεία για να σχηματίσω ένα ολοκληρωμένο σύνολο
- → δείτε και τις λέξεις συνδυάζω, συναρμόζω, απαρτίζω, συναπαρτίζω και συγκροτώ
- ≠ αντώνυμα: αποσυνθέτω, διαλύω, κατακερματίζω
- (μουσική, ποίηση) γράφω ένα μουσικό έργο, ένα ποίημα
- (τυπογραφία) τοποθετώ μαζί τυπογραφικά στοιχεία ή τυπογραφικά φύλλα [2]
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνθέτω | συνέθετα | θα συνθέτω | να συνθέτω | συνθέτοντας | |
β' ενικ. | συνθέτεις | συνέθετες | θα συνθέτεις | να συνθέτεις | σύνθετε | |
γ' ενικ. | συνθέτει | συνέθετε | θα συνθέτει | να συνθέτει | ||
α' πληθ. | συνθέτουμε | συνθέταμε | θα συνθέτουμε | να συνθέτουμε | ||
β' πληθ. | συνθέτετε | συνθέτατε | θα συνθέτετε | να συνθέτετε | συνθέτετε | |
γ' πληθ. | συνθέτουν(ε) | συνέθεταν συνθέταν(ε) |
θα συνθέτουν(ε) | να συνθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέθεσα | θα συνθέσω | να συνθέσω | συνθέσει | ||
β' ενικ. | συνέθεσες | θα συνθέσεις | να συνθέσεις | σύνθεσε | ||
γ' ενικ. | συνέθεσε | θα συνθέσει | να συνθέσει | |||
α' πληθ. | συνθέσαμε | θα συνθέσουμε | να συνθέσουμε | |||
β' πληθ. | συνθέσατε | θα συνθέσετε | να συνθέσετε | συνθέστε | ||
γ' πληθ. | συνέθεσαν συνθέσαν(ε) |
θα συνθέσουν(ε) | να συνθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνθέσει | είχα συνθέσει | θα έχω συνθέσει | να έχω συνθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνθέσει | είχες συνθέσει | θα έχεις συνθέσει | να έχεις συνθέσει | έχε συντεθειμένο | |
γ' ενικ. | έχει συνθέσει | είχε συνθέσει | θα έχει συνθέσει | να έχει συνθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνθέσει | είχαμε συνθέσει | θα έχουμε συνθέσει | να έχουμε συνθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνθέσει | είχατε συνθέσει | θα έχετε συνθέσει | να έχετε συνθέσει | έχετε συντεθειμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συνθέσει | είχαν συνθέσει | θα έχουν συνθέσει | να έχουν συνθέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συντεθειμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συντεθειμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συντεθειμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συντεθειμένο |
Παθητική φωνή : ενεστ. συντίθεμαι, παρατ συνετιθέμην, συντ. μέλ. θα συντεθώ, αόρ. συνετέθην-συντέθηκα, παρακ. έχω συντεθεί, μτχ. εν. συντιθέμενος μτχ. παρακ. συντεθειμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συνθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)