Ετυμολογία

επεξεργασία

Παθητική φωνή : ενεστ. συντίθεμαι, παρατ συνετιθέμην, συντ. μέλ. θα συντεθώ, αόρ. συνετέθην-συντέθηκα, παρακ. έχω συντεθεί, μτχ. εν. συντιθέμενος μτχ. παρακ. συντεθειμένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. συνθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)