Ετυμολογία

επεξεργασία
συντίθεμαι < αρχαία ελληνική συντίθεμαι, παθητική φωνή του ρήματος συντίθημι < τίθημι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συντίθεμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία