Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακερματίζω < αρχαία ελληνική κατακερματίζω < κατά + κερματίζω < κέρμα

κατακερματίζω, πρτ.: κατακερμάτιζα, στ.μέλλ.: θα κατακερματίσω, αόρ.: κατακερμάτισα, παθ.φωνή: κατακερματίζομαι, μτχ.π.π.: κατακερματισμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία