Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατακερματισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατακερματισμέν
ος
η
κατακερματισμέν
η
το
κατακερματισμέν
ο
γενική
του
κατακερματισμέν
ου
της
κατακερματισμέν
ης
του
κατακερματισμέν
ου
αιτιατική
τον
κατακερματισμέν
ο
την
κατακερματισμέν
η
το
κατακερματισμέν
ο
κλητική
κατακερματισμέν
ε
κατακερματισμέν
η
κατακερματισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατακερματισμέν
οι
οι
κατακερματισμέν
ες
τα
κατακερματισμέν
α
γενική
των
κατακερματισμέν
ων
των
κατακερματισμέν
ων
των
κατακερματισμέν
ων
αιτιατική
τους
κατακερματισμέν
ους
τις
κατακερματισμέν
ες
τα
κατακερματισμέν
α
κλητική
κατακερματισμέν
οι
κατακερματισμέν
ες
κατακερματισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατακερματισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατακερματίζω
Μετοχή
επεξεργασία
κατακερματισμένος, -η, -ο
που έχει υποστεί
κατακερματισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατακερματισμένος
γαλλικά
:
fragmenté
(fr)