Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαράζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σπαράζω και σπαράσσω

  1. έχω σπασμούς
  2. σφαδάζω απ' τον πόνο (ψυχικό ή φυσικό)
  3. κλαίω ηχηρά
  4. (παρωχημένο) κατακερματίζω
    ※  Ο άνδρας της σκοτωμένης όρμησε τότε να σπαράξει με τα χέρια του τον ένοχο, οι χωροφύλακες όμως τον προστάτεψαν. (Παύλος Νιρβάνας Ιστορία ενός εγκλήματος [διήγημα])

Κλίση επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία