σπαράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασπαράζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασπαράζω και σπαράσσω
- έχω σπασμούς
- σφαδάζω απ' τον πόνο (ψυχικό ή φυσικό)
- κλαίω ηχηρά
- (παρωχημένο) κατακερματίζω
- ※ Ο άνδρας της σκοτωμένης όρμησε τότε να σπαράξει με τα χέρια του τον ένοχο, οι χωροφύλακες όμως τον προστάτεψαν. (Παύλος Νιρβάνας Ιστορία ενός εγκλήματος [διήγημα])
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπαράζω | σπάραζα | θα σπαράζω | να σπαράζω | σπαράζοντας | |
β' ενικ. | σπαράζεις | σπάραζες | θα σπαράζεις | να σπαράζεις | σπάραζε | |
γ' ενικ. | σπαράζει | σπάραζε | θα σπαράζει | να σπαράζει | ||
α' πληθ. | σπαράζουμε | σπαράζαμε | θα σπαράζουμε | να σπαράζουμε | ||
β' πληθ. | σπαράζετε | σπαράζατε | θα σπαράζετε | να σπαράζετε | σπαράζετε | |
γ' πληθ. | σπαράζουν(ε) | σπάραζαν σπαράζαν(ε) |
θα σπαράζουν(ε) | να σπαράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπάραξα | θα σπαράξω | να σπαράξω | σπαράξει | ||
β' ενικ. | σπάραξες | θα σπαράξεις | να σπαράξεις | σπάραξε | ||
γ' ενικ. | σπάραξε | θα σπαράξει | να σπαράξει | |||
α' πληθ. | σπαράξαμε | θα σπαράξουμε | να σπαράξουμε | |||
β' πληθ. | σπαράξατε | θα σπαράξετε | να σπαράξετε | σπαράξτε | ||
γ' πληθ. | σπάραξαν σπαράξαν(ε) |
θα σπαράξουν(ε) | να σπαράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπαράξει | είχα σπαράξει | θα έχω σπαράξει | να έχω σπαράξει | ||
β' ενικ. | έχεις σπαράξει | είχες σπαράξει | θα έχεις σπαράξει | να έχεις σπαράξει | ||
γ' ενικ. | έχει σπαράξει | είχε σπαράξει | θα έχει σπαράξει | να έχει σπαράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπαράξει | είχαμε σπαράξει | θα έχουμε σπαράξει | να έχουμε σπαράξει | ||
β' πληθ. | έχετε σπαράξει | είχατε σπαράξει | θα έχετε σπαράξει | να έχετε σπαράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπαράξει | είχαν σπαράξει | θα έχουν σπαράξει | να έχουν σπαράξει |
|
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπαράζω