ξεσχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσχίζω < μεσαιωνική ελληνική λέξη από τον αόριστο ἐξέσχισα ή τον παρατατικό ἐξέσχιζον του ελληνιστικού ἐκσχίζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεσχίζω ( & ξεσκίζω) παθητ. φωνή: ξεσχίζομαι
- κόβω με μανία σε κομμάτια, κουρελιάζω, κομματιάζω σε λωρίδες
- Το λεοντάρι ξεσχίζει το θήραμά του
- (μεταφορικά) διαλύω τους αντιπάλους μου σε επιδόσεις
- Ξέσκισα στο διαγώνισμα - Ξέσκισε ο Παναθηναϊκός
- μεσοπαθητικό: σχίζομαι, τραυματίζομαι ελαφρά
- Ξεσχίστηκα στους θάμνους, έπρεπε να πάω από το άλλο μονοπάτι
- μεσοπαθητικό: (μεταφορικά) κουράζομαι, δουλεύω εντατικά
- Ξεσχίζομαι στη δουλειά για ένα μισθό εξευτελιστικό
- μεσοπαθητικό: (μεταφορικά) και (λαϊκότροπο) υπερβάλω σε μια απόλαυση, π.χ. κάνω έρωτα επί πολλή ώρα και σχετικά πιο βίαια από το μέσο όρο
- ξεσχιστήκαμε στο φαϊ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσχίζω | ξέσχιζα | θα ξεσχίζω | να ξεσχίζω | ξεσχίζοντας | |
β' ενικ. | ξεσχίζεις | ξέσχιζες | θα ξεσχίζεις | να ξεσχίζεις | ξέσχιζε | |
γ' ενικ. | ξεσχίζει | ξέσχιζε | θα ξεσχίζει | να ξεσχίζει | ||
α' πληθ. | ξεσχίζουμε | ξεσχίζαμε | θα ξεσχίζουμε | να ξεσχίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσχίζετε | ξεσχίζατε | θα ξεσχίζετε | να ξεσχίζετε | ξεσχίζετε | |
γ' πληθ. | ξεσχίζουν(ε) | ξέσχιζαν ξεσχίζαν(ε) |
θα ξεσχίζουν(ε) | να ξεσχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέσχισα | θα ξεσχίσω | να ξεσχίσω | ξεσχίσει | ||
β' ενικ. | ξέσχισες | θα ξεσχίσεις | να ξεσχίσεις | ξέσχισε | ||
γ' ενικ. | ξέσχισε | θα ξεσχίσει | να ξεσχίσει | |||
α' πληθ. | ξεσχίσαμε | θα ξεσχίσουμε | να ξεσχίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσχίσατε | θα ξεσχίσετε | να ξεσχίσετε | ξεσχίστε | ||
γ' πληθ. | ξέσχισαν ξεσχίσαν(ε) |
θα ξεσχίσουν(ε) | να ξεσχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσχίσει | είχα ξεσχίσει | θα έχω ξεσχίσει | να έχω ξεσχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσχίσει | είχες ξεσχίσει | θα έχεις ξεσχίσει | να έχεις ξεσχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσχίσει | είχε ξεσχίσει | θα έχει ξεσχίσει | να έχει ξεσχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσχίσει | είχαμε ξεσχίσει | θα έχουμε ξεσχίσει | να έχουμε ξεσχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσχίσει | είχατε ξεσχίσει | θα έχετε ξεσχίσει | να έχετε ξεσχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσχίσει | είχαν ξεσχίσει | θα έχουν ξεσχίσει | να έχουν ξεσχίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσχίζομαι | ξεσχιζόμουν(α) | θα ξεσχίζομαι | να ξεσχίζομαι | ||
β' ενικ. | ξεσχίζεσαι | ξεσχιζόσουν(α) | θα ξεσχίζεσαι | να ξεσχίζεσαι | (ξεσχίζου) | |
γ' ενικ. | ξεσχίζεται | ξεσχιζόταν(ε) | θα ξεσχίζεται | να ξεσχίζεται | ||
α' πληθ. | ξεσχιζόμαστε | ξεσχιζόμαστε ξεσχιζόμασταν |
θα ξεσχιζόμαστε | να ξεσχιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεσχίζεστε | ξεσχιζόσαστε ξεσχιζόσασταν |
θα ξεσχίζεστε | να ξεσχίζεστε | (ξεσχίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεσχίζονται | ξεσχίζονταν ξεσχιζόντουσαν |
θα ξεσχίζονται | να ξεσχίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσχίστηκα | θα ξεσχιστώ | να ξεσχιστώ | ξεσχιστεί | ||
β' ενικ. | ξεσχίστηκες | θα ξεσχιστείς | να ξεσχιστείς | ξεσχίσου | ||
γ' ενικ. | ξεσχίστηκε | θα ξεσχιστεί | να ξεσχιστεί | |||
α' πληθ. | ξεσχιστήκαμε | θα ξεσχιστούμε | να ξεσχιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεσχιστήκατε | θα ξεσχιστείτε | να ξεσχιστείτε | ξεσχιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεσχίστηκαν ξεσχιστήκαν(ε) |
θα ξεσχιστούν(ε) | να ξεσχιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεσχιστεί | είχα ξεσχιστεί | θα έχω ξεσχιστεί | να έχω ξεσχιστεί | ξεσχισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεσχιστεί | είχες ξεσχιστεί | θα έχεις ξεσχιστεί | να έχεις ξεσχιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσχιστεί | είχε ξεσχιστεί | θα έχει ξεσχιστεί | να έχει ξεσχιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσχιστεί | είχαμε ξεσχιστεί | θα έχουμε ξεσχιστεί | να έχουμε ξεσχιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσχιστεί | είχατε ξεσχιστεί | θα έχετε ξεσχιστεί | να έχετε ξεσχιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσχιστεί | είχαν ξεσχιστεί | θα έχουν ξεσχιστεί | να έχουν ξεσχιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεσχισμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεσχισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεσχισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεσχισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεσχισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεσχισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεσχισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεσχισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία νικώ
|
μέσο, υπερβάλλω
|