Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσχίζω < μεσαιωνική ελληνική λέξη από τον αόριστο ἐξέσχισα ή τον παρατατικό ἐξέσχιζον του ελληνιστικού ἐκσχίζω

ξεσχίζω ( & ξεσκίζω) παθητ. φωνή: ξεσχίζομαι

  1. κόβω με μανία σε κομμάτια, κουρελιάζω, κομματιάζω σε λωρίδες
  2. Το λεοντάρι ξεσχίζει το θήραμά του
  3. (μεταφορικά) διαλύω τους αντιπάλους μου σε επιδόσεις
    Ξέσκισα στο διαγώνισμα - Ξέσκισε ο Παναθηναϊκός
  4. μεσοπαθητικό: σχίζομαι, τραυματίζομαι ελαφρά
    Ξεσχίστηκα στους θάμνους, έπρεπε να πάω από το άλλο μονοπάτι
  5. μεσοπαθητικό: (μεταφορικά) κουράζομαι, δουλεύω εντατικά
    Ξεσχίζομαι στη δουλειά για ένα μισθό εξευτελιστικό
  6. μεσοπαθητικό: (μεταφορικά) και (λαϊκότροπο) υπερβάλω σε μια απόλαυση, π.χ. κάνω έρωτα επί πολλή ώρα και σχετικά πιο βίαια από το μέσο όρο
    ξεσχιστήκαμε στο φαϊ

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία