σχίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασχίζομαι, π.αόρ.: σχίσθηκα, μτχ.π.π.: σχισμένος, (ενεργ.: σχίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος σχίζω → δείτε και την κλίση
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σκίζομαι (και με διαφορετικές σημασίες)
σχίζομαι, π.αόρ.: σχίσθηκα, μτχ.π.π.: σχισμένος, (ενεργ.: σχίζω)