Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

σχίζομαι, π.αόρ.: σχίσθηκα, μτχ.π.π.: σχισμένος, (ενεργ.: σχίζω)

Άλλες μορφές επεξεργασία