σχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σχίζω
Μετοχή
επεξεργασίασχισμένος, -η, -ο
- που έχει σκιστεί κατά λάθος ή επίτηδες
- σχισμένες σελίδες, σχισμένα ρούχα, σχισμένο σεντόνι (που είναι φθαρμένο και το σχίζει κάποιος για να το αξιοποιήσει σε μαξιλαροθήκες)
- Με συνθήματα σχισμένα/σ’ έναν έρωτα για σένα έχω χυθεί/Στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω, στους διαδρόμους και τους δρόμους... (Διονύσης Σαββόπουλος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχισμένος