Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαξιλαροθήκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μαξιλαροθήκ
η
οι
μαξιλαροθήκ
ες
γενική
της
μαξιλαροθήκ
ης
των
μαξιλαροθηκ
ών
αιτιατική
τη
μαξιλαροθήκ
η
τις
μαξιλαροθήκ
ες
κλητική
μαξιλαροθήκ
η
μαξιλαροθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαξιλαροθήκη
<
μαξιλάρι
+
θήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαξιλαροθήκη
θηλυκό
η
θήκη
από
ύφασμα
μέσα στην οποία μπαίνει το
μαξιλάρι
, για να μη λερώνεται
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μαξιλλαροθήκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαξιλαροθήκη
αγγλικά
:
pillowcase
(en)
γαλλικά
:
taie
θηλυκό
d'
oreiller