σκίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος σκίζω
Ρήμα
επεξεργασίασκίζομαι
- (προφορικό) άλλη μορφή του σχίζομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκίζομαι | σκιζόμουν(α) | θα σκίζομαι | να σκίζομαι | ||
β' ενικ. | σκίζεσαι | σκιζόσουν(α) | θα σκίζεσαι | να σκίζεσαι | (σκίζου) | |
γ' ενικ. | σκίζεται | σκιζόταν(ε) | θα σκίζεται | να σκίζεται | ||
α' πληθ. | σκιζόμαστε | σκιζόμαστε σκιζόμασταν |
θα σκιζόμαστε | να σκιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σκίζεστε | σκιζόσαστε σκιζόσασταν |
θα σκίζεστε | να σκίζεστε | (σκίζεστε) | |
γ' πληθ. | σκίζονται | σκίζονταν σκιζόντουσαν |
θα σκίζονται | να σκίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκίστηκα | θα σκιστώ | να σκιστώ | σκιστεί | ||
β' ενικ. | σκίστηκες | θα σκιστείς | να σκιστείς | σκίσου | ||
γ' ενικ. | σκίστηκε | θα σκιστεί | να σκιστεί | |||
α' πληθ. | σκιστήκαμε | θα σκιστούμε | να σκιστούμε | |||
β' πληθ. | σκιστήκατε | θα σκιστείτε | να σκιστείτε | σκιστείτε | ||
γ' πληθ. | σκίστηκαν σκιστήκαν(ε) |
θα σκιστούν(ε) | να σκιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκιστεί | είχα σκιστεί | θα έχω σκιστεί | να έχω σκιστεί | σκισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκιστεί | είχες σκιστεί | θα έχεις σκιστεί | να έχεις σκιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκιστεί | είχε σκιστεί | θα έχει σκιστεί | να έχει σκιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκιστεί | είχαμε σκιστεί | θα έχουμε σκιστεί | να έχουμε σκιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκιστεί | είχατε σκιστεί | θα έχετε σκιστεί | να έχετε σκιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκιστεί | είχαν σκιστεί | θα έχουν σκιστεί | να έχουν σκιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκίζομαι
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασκίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος σκίζω