Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκισμέν
ος
η
σκισμέν
η
το
σκισμέν
ο
γενική
του
σκισμέν
ου
της
σκισμέν
ης
του
σκισμέν
ου
αιτιατική
τον
σκισμέν
ο
τη
σκισμέν
η
το
σκισμέν
ο
κλητική
σκισμέν
ε
σκισμέν
η
σκισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκισμέν
οι
οι
σκισμέν
ες
τα
σκισμέν
α
γενική
των
σκισμέν
ων
των
σκισμέν
ων
των
σκισμέν
ων
αιτιατική
τους
σκισμέν
ους
τις
σκισμέν
ες
τα
σκισμέν
α
κλητική
σκισμέν
οι
σκισμέν
ες
σκισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σκισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σκίζω
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σχίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκισμένος
αγγλικά
:
torn
(en)
γαλλικά
:
déchiré
(fr)