• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σκισμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκισμένος η σκισμένη το σκισμένο
      γενική του σκισμένου της σκισμένης του σκισμένου
    αιτιατική τον σκισμένο τη σκισμένη το σκισμένο
     κλητική σκισμένε σκισμένη σκισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκισμένοι οι σκισμένες τα σκισμένα
      γενική των σκισμένων των σκισμένων των σκισμένων
    αιτιατική τους σκισμένους τις σκισμένες τα σκισμένα
     κλητική σκισμένοι σκισμένες σκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επεξεργασία

σκισμένος, -η, -ο

  1. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκίζω
  2. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σχίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σκισμένος
  • αγγλικά : torn (en)
  • γαλλικά : déchiré (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκισμένος&oldid=5008283"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Μαρτίου 2021, στις 03:17

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Μαρτίου 2021, στις 03:17.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας