↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαραγμένος η σπαραγμένη το σπαραγμένο
      γενική του σπαραγμένου της σπαραγμένης του σπαραγμένου
    αιτιατική τον σπαραγμένο τη σπαραγμένη το σπαραγμένο
     κλητική σπαραγμένε σπαραγμένη σπαραγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαραγμένοι οι σπαραγμένες τα σπαραγμένα
      γενική των σπαραγμένων των σπαραγμένων των σπαραγμένων
    αιτιατική τους σπαραγμένους τις σπαραγμένες τα σπαραγμένα
     κλητική σπαραγμένοι σπαραγμένες σπαραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kspa.ɾaˈɣme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐ραγ‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: σπα‐ρα‐γμέ‐νος

σπαραγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία