Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shiver shivers

shiver (en)

  1. το ρίγος
  2. το θραύσμα
ενεστώτας shiver
γ΄ ενικό ενεστώτα shivers
αόριστος shivered
παθητική μετοχή shivered
ενεργητική μετοχή shivering

shiver (en)

  1. ριγώ, τρέμω
    ⮡  I shiver from the cold - τρέμω απ' to κρύο
     συνώνυμα: shudder, shake
  2. σπάω σε κομμάτια