shiver (en)
- το ρίγος
- ⮡ The news brought a shiver down my back.
- Τα νέα μου 'φεραν ρίγος στην πλάτη.
- το θραύσμα
shiver (en) (αμετάβατο)
- ριγώ, τρεμουλιάζω, ανατριχιάζω, για ένα άτομο που τρέμει ελαφρά επειδή είναι κρύο, φοβισμένο, ενθουσιασμένο κ.λπ.
- ⮡ I’m shivering all over from the cold.
- Ριγώ/Τρεμουλιάζω/Ανατριχιάζω ολόκληρος από το κρύο.
- ⮡ They shivered with fear.
- Ρίγησαν από φόβο.
- ⮡ I shiver just thinking about it.
- Ανατριχιάζω μόνο που το σκέφτομαι.
- ⮡ I am shivering from the cold.
- Τρέμω απ' to κρύο.
- ⮡ The children were shivering with excitement.
- Τα παιδιά έτρεμαν από ανυπομονησία.
- ≈ συνώνυμα: palpitate, quiver και shudder, → και δείτε τη λέξη shake