Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασπαράζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατασπαράσσω με μεταπλασμό σε -άζω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + σπαράζω. Συγκρίνετε με το κατασπαράσσω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.spaˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐σπα‐ρά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατασπαράζω, αόρ.: κατασπάραξα, παθ.φωνή: κατασπαράζομαι, π.αόρ.: καταστπαράχτηκα, μτχ.π.π.: κατασπαραγμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά= επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Δείτε και την κλίση του κατασπαράσσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία