κατασπαράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασπαράζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατασπαράσσω με μεταπλασμό σε -άζω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + σπαράζω. Συγκρίνετε με το κατασπαράσσω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.spaˈɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σπα‐ρά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακατασπαράζω, αόρ.: κατασπάραξα, παθ.φωνή: κατασπαράζομαι, π.αόρ.: καταστπαράχτηκα, μτχ.π.π.: κατασπαραγμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά=
επεξεργασία- ακατασπάραχτος
- → και δείτε τις λέξεις κατά και σπαράζω
Κλίση
επεξεργασίαΔείτε και την κλίση του κατασπαράσσω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασπαράζω | κατασπάραζα | θα κατασπαράζω | να κατασπαράζω | κατασπαράζοντας | |
β' ενικ. | κατασπαράζεις | κατασπάραζες | θα κατασπαράζεις | να κατασπαράζεις | κατασπάραζε | |
γ' ενικ. | κατασπαράζει | κατασπάραζε | θα κατασπαράζει | να κατασπαράζει | ||
α' πληθ. | κατασπαράζουμε | κατασπαράζαμε | θα κατασπαράζουμε | να κατασπαράζουμε | ||
β' πληθ. | κατασπαράζετε | κατασπαράζατε | θα κατασπαράζετε | να κατασπαράζετε | κατασπαράζετε | |
γ' πληθ. | κατασπαράζουν(ε) | κατασπάραζαν κατασπαράζαν(ε) |
θα κατασπαράζουν(ε) | να κατασπαράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασπάραξα | θα κατασπαράξω | να κατασπαράξω | κατασπαράξει | ||
β' ενικ. | κατασπάραξες | θα κατασπαράξεις | να κατασπαράξεις | κατασπάραξε | ||
γ' ενικ. | κατασπάραξε | θα κατασπαράξει | να κατασπαράξει | |||
α' πληθ. | κατασπαράξαμε | θα κατασπαράξουμε | να κατασπαράξουμε | |||
β' πληθ. | κατασπαράξατε | θα κατασπαράξετε | να κατασπαράξετε | κατασπαράξτε | ||
γ' πληθ. | κατασπάραξαν κατασπαράξαν(ε) |
θα κατασπαράξουν(ε) | να κατασπαράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασπαράξει | είχα κατασπαράξει | θα έχω κατασπαράξει | να έχω κατασπαράξει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασπαράξει | είχες κατασπαράξει | θα έχεις κατασπαράξει | να έχεις κατασπαράξει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασπαράξει | είχε κατασπαράξει | θα έχει κατασπαράξει | να έχει κατασπαράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασπαράξει | είχαμε κατασπαράξει | θα έχουμε κατασπαράξει | να έχουμε κατασπαράξει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασπαράξει | είχατε κατασπαράξει | θα έχετε κατασπαράξει | να έχετε κατασπαράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασπαράξει | είχαν κατασπαράξει | θα έχουν κατασπαράξει | να έχουν κατασπαράξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασπαράζομαι | κατασπαραζόμουν(α) | θα κατασπαράζομαι | να κατασπαράζομαι | ||
β' ενικ. | κατασπαράζεσαι | κατασπαραζόσουν(α) | θα κατασπαράζεσαι | να κατασπαράζεσαι | ||
γ' ενικ. | κατασπαράζεται | κατασπαραζόταν(ε) | θα κατασπαράζεται | να κατασπαράζεται | ||
α' πληθ. | κατασπαραζόμαστε | κατασπαραζόμαστε κατασπαραζόμασταν |
θα κατασπαραζόμαστε | να κατασπαραζόμαστε | ||
β' πληθ. | κατασπαράζεστε | κατασπαραζόσαστε κατασπαραζόσασταν |
θα κατασπαράζεστε | να κατασπαράζεστε | (κατασπαράζεστε) | |
γ' πληθ. | κατασπαράζονται | κατασπαράζονταν κατασπαραζόντουσαν |
θα κατασπαράζονται | να κατασπαράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασπαράχτηκα | θα κατασπαραχτώ | να κατασπαραχτώ | κατασπαραχτεί | ||
β' ενικ. | κατασπαράχτηκες | θα κατασπαραχτείς | να κατασπαραχτείς | κατασπαράξου | ||
γ' ενικ. | κατασπαράχτηκε | θα κατασπαραχτεί | να κατασπαραχτεί | |||
α' πληθ. | κατασπαραχτήκαμε | θα κατασπαραχτούμε | να κατασπαραχτούμε | |||
β' πληθ. | κατασπαραχτήκατε | θα κατασπαραχτείτε | να κατασπαραχτείτε | κατασπαραχτείτε | ||
γ' πληθ. | κατασπαράχτηκαν κατασπαραχτήκαν(ε) |
θα κατασπαραχτούν(ε) | να κατασπαραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατασπαραχτεί | είχα κατασπαραχτεί | θα έχω κατασπαραχτεί | να έχω κατασπαραχτεί | κατασπαραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατασπαραχτεί | είχες κατασπαραχτεί | θα έχεις κατασπαραχτεί | να έχεις κατασπαραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατασπαραχτεί | είχε κατασπαραχτεί | θα έχει κατασπαραχτεί | να έχει κατασπαραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασπαραχτεί | είχαμε κατασπαραχτεί | θα έχουμε κατασπαραχτεί | να έχουμε κατασπαραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατασπαραχτεί | είχατε κατασπαραχτεί | θα έχετε κατασπαραχτεί | να έχετε κατασπαραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασπαραχτεί | είχαν κατασπαραχτεί | θα έχουν κατασπαραχτεί | να έχουν κατασπαραχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κατασπαραγμένος - είμαστε, είστε, είναι κατασπαραγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κατασπαραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κατασπαραγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κατασπαραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κατασπαραγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κατασπαραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κατασπαραγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατασπαράζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατασπαράζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)