Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεμαχίζω < τεμάχιο + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.maˈçi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

τεμαχίζω

  1. κόβω ένα αντικείμενο σε τεμάχια
     συνώνυμα: κομματιάζω
  2. διαχωρίζω σε ξεχωριστά μέρη μια μεγάλη έκταση

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία