τεμαχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.maˈçi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίατεμαχίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τεμαχίζω | τεμάχιζα | θα τεμαχίζω | να τεμαχίζω | τεμαχίζοντας | |
β' ενικ. | τεμαχίζεις | τεμάχιζες | θα τεμαχίζεις | να τεμαχίζεις | τεμάχιζε | |
γ' ενικ. | τεμαχίζει | τεμάχιζε | θα τεμαχίζει | να τεμαχίζει | ||
α' πληθ. | τεμαχίζουμε | τεμαχίζαμε | θα τεμαχίζουμε | να τεμαχίζουμε | ||
β' πληθ. | τεμαχίζετε | τεμαχίζατε | θα τεμαχίζετε | να τεμαχίζετε | τεμαχίζετε | |
γ' πληθ. | τεμαχίζουν(ε) | τεμάχιζαν τεμαχίζαν(ε) |
θα τεμαχίζουν(ε) | να τεμαχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τεμάχισα | θα τεμαχίσω | να τεμαχίσω | τεμαχίσει | ||
β' ενικ. | τεμάχισες | θα τεμαχίσεις | να τεμαχίσεις | τεμάχισε | ||
γ' ενικ. | τεμάχισε | θα τεμαχίσει | να τεμαχίσει | |||
α' πληθ. | τεμαχίσαμε | θα τεμαχίσουμε | να τεμαχίσουμε | |||
β' πληθ. | τεμαχίσατε | θα τεμαχίσετε | να τεμαχίσετε | τεμαχίστε | ||
γ' πληθ. | τεμάχισαν τεμαχίσαν(ε) |
θα τεμαχίσουν(ε) | να τεμαχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τεμαχίσει | είχα τεμαχίσει | θα έχω τεμαχίσει | να έχω τεμαχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τεμαχίσει | είχες τεμαχίσει | θα έχεις τεμαχίσει | να έχεις τεμαχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τεμαχίσει | είχε τεμαχίσει | θα έχει τεμαχίσει | να έχει τεμαχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τεμαχίσει | είχαμε τεμαχίσει | θα έχουμε τεμαχίσει | να έχουμε τεμαχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τεμαχίσει | είχατε τεμαχίσει | θα έχετε τεμαχίσει | να έχετε τεμαχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τεμαχίσει | είχαν τεμαχίσει | θα έχουν τεμαχίσει | να έχουν τεμαχίσει |
|