Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεμαχισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τεμαχισμ
ός
οι
τεμαχισμ
οί
γενική
του
τεμαχισμ
ού
των
τεμαχισμ
ών
αιτιατική
τον
τεμαχισμ
ό
τους
τεμαχισμ
ούς
κλητική
τεμαχισμ
έ
τεμαχισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεμαχισμός
<
ελληνιστική
<
τεμαχίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεμαχισμός
αρσενικό
η
διαίρεση
σε
τεμάχια
Συνώνυμα
επεξεργασία
κομμάτιασμα
τεμάχισμα
Συγγενικά
επεξεργασία
τεμαχηδόν
τεμαχίζω
τεμάχιο
τεμάχισμα
τεμαχιστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεμαχισμός
αγγλικά
:
chopping
(en)