Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεμάχιο τα τεμάχια
      γενική του τεμαχίου
τεμάχιου
των τεμαχίων
    αιτιατική το τεμάχιο τα τεμάχια
     κλητική τεμάχιο τεμάχια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεμάχιο < αρχαία ελληνική τεμάχιον < υποκοριστικό του τέμαχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεμάχιο ουδέτερο

  1. ένα τμήμα ενός συνόλου
    η συλλογή αποτελείται από χίλια τεμάχια
     συνώνυμα: απόκομμα, κομμάτι, μέρος, τμήμα
     αντώνυμα: όλο, ολότητα, σύνολο
  2. (μουσική) ένα αυτοτελές μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης που αποτελείται από πολλά μέρη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία