Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τέμαχος < τέμνω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τέμαχος ουδέτερο

  1. φέτα (τεμάχιο) ψαριού
    μέλανδρυς δὲ τῶν μεγίστων θύννων εἶδός ἐστιν ... καί ἐστι τὰ τεμάχη αὐτοῦ λιπαρώτερα.(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 3.92.27)