• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

απόκομμα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : απόκοσμα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόκομμα τα αποκόμματα
      γενική του αποκόμματος των αποκομμάτων
    αιτιατική το απόκομμα τα αποκόμματα
     κλητική απόκομμα αποκόμματα
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απόκομμα (1,2) < ελληνιστική κοινή ἀπόκομμα ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική coupon)
απόκομμα (3) < αποκόβω + -μα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

απόκομμα ουδέτερο

  1. κάτι που κόπηκε από κάπου
  2. (ειδικότερα) κομμάτι σελίδας που αφαιρέθηκε από έντυπο (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο) και κρατήθηκε σε κάποιο μέρος για περαιτέρω χρήση
  3. (λαϊκότροπο) απογαλακτισμός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    απόκομμα
  • αγγλικά : clipping (en)(1,2), cutting (en)(1,2), shaving (en)(1,2)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απόκομμα&oldid=4838279"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 11:58

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 11:58.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie