coupon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcoupon (en)
- το κουπόνι
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- coupon < couper
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coupon | coupons |
coupon (fr) αρσενικό
coupon (en)
ενικός | πληθυντικός |
coupon | coupons |
coupon (fr) αρσενικό