Ουσιαστικό

επεξεργασία

coupon (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
coupon < couper

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.pɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coupon coupons

coupon (fr) αρσενικό

  1. το τελευταίο μέρος ενός υφάσματος
  2. ένα ρουλό από ύφασμα
  3. το κουπόνι