ρουλό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουλό < (άμεσο δάνειο) γαλλική rouleau ή ? προφορά [o] > [u] λόγω ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾuˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐λό
- τονικό παρώνυμο: ρούλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουλό ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το ρολό στη σημασία (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- ρουλό - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)