απογαλακτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απογαλακτισμός < αρχαία ελληνική ἀπογαλακτισμός < απο- + γάλακτος + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπογαλακτισμός αρσενικό
- η χρονική διάρκεια κατά την οποία αντικαθίσταται σταδιακά και κατ’ ολίγον για το βρέφος το μητρικό γάλα με άλλες τροφές μέχρι του αποθηλασμού, δηλ. της πλήρους διακοπής της γαλουχήσεως του
- (βιολογία) (ζωολογία) ο τερματισμός παραγωγής γάλακτος στα θηλαστικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις απογαλακτίζω και γάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία απογαλακτισμός