Δείτε επίσης: ἀπογαλακτίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απογαλακτίζω < (ελληνιστική κοινήἀπογαλακτίζω

  Ρήμα επεξεργασία

απογαλακτίζω (παθητική φωνή: απογαλακτίζομαι)

  1. μαθαίνω ένα βρέφος να τρέφεται με άλλες τροφές εκτός από το μητρικό γάλα, σταματώ το θηλασμό
     συνώνυμα: αποθηλάζω
  2. (μεταφορικά) απεξαρτώ κάποιον από την ανάγκη για διαρκή φροντίδα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία