αποθηλάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθηλάζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποθηλάζω
Ρήμα
επεξεργασίααποθηλάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αποθηλασμός
- → δείτε τις λέξεις από, θηλάζω και θηλυκός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθηλάζω | αποθήλαζα | θα αποθηλάζω | να αποθηλάζω | αποθηλάζοντας | |
β' ενικ. | αποθηλάζεις | αποθήλαζες | θα αποθηλάζεις | να αποθηλάζεις | αποθήλαζε | |
γ' ενικ. | αποθηλάζει | αποθήλαζε | θα αποθηλάζει | να αποθηλάζει | ||
α' πληθ. | αποθηλάζουμε | αποθηλάζαμε | θα αποθηλάζουμε | να αποθηλάζουμε | ||
β' πληθ. | αποθηλάζετε | αποθηλάζατε | θα αποθηλάζετε | να αποθηλάζετε | αποθηλάζετε | |
γ' πληθ. | αποθηλάζουν(ε) | αποθήλαζαν αποθηλάζαν(ε) |
θα αποθηλάζουν(ε) | να αποθηλάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθήλασα | θα αποθηλάσω | να αποθηλάσω | αποθηλάσει | ||
β' ενικ. | αποθήλασες | θα αποθηλάσεις | να αποθηλάσεις | αποθήλασε | ||
γ' ενικ. | αποθήλασε | θα αποθηλάσει | να αποθηλάσει | |||
α' πληθ. | αποθηλάσαμε | θα αποθηλάσουμε | να αποθηλάσουμε | |||
β' πληθ. | αποθηλάσατε | θα αποθηλάσετε | να αποθηλάσετε | αποθηλάστε | ||
γ' πληθ. | αποθήλασαν αποθηλάσαν(ε) |
θα αποθηλάσουν(ε) | να αποθηλάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποθηλάσει | είχα αποθηλάσει | θα έχω αποθηλάσει | να έχω αποθηλάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποθηλάσει | είχες αποθηλάσει | θα έχεις αποθηλάσει | να έχεις αποθηλάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποθηλάσει | είχε αποθηλάσει | θα έχει αποθηλάσει | να έχει αποθηλάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθηλάσει | είχαμε αποθηλάσει | θα έχουμε αποθηλάσει | να έχουμε αποθηλάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποθηλάσει | είχατε αποθηλάσει | θα έχετε αποθηλάσει | να έχετε αποθηλάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθηλάσει | είχαν αποθηλάσει | θα έχουν αποθηλάσει | να έχουν αποθηλάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθηλάζω
|