αποθηλασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθηλασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποθηλασμός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ablactation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποθηλασμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποθηλασμός
|