ενικός         πληθυντικός  
ablactation ablactations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ablactation (en)

  1. ο απογαλακτισμός



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.blak.ta.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ablactation (fr) θηλυκό

  1. ο απογαλακτισμός