ablactation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ablactation | ablactations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ablactation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.blak.ta.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ablactation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ablactation | ablactations |
ablactation (en)
ablactation (fr) θηλυκό