τρέφομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρέφω
Ρήμα
επεξεργασίατρέφομαι, πρτ.: τρεφόμουν, στ.μέλλ.: θα τραφώ, αόρ.: τράφηκα, μτχ.π.π.: θρεμμένος
- λαμβάνω τροφή, τρώω
- το παιδί αυτό δεν τρέφεται σωστά
- τρέφομαι με: λαμβάνω μια συγκεκριμένου είδους τροφή
- το πρόβατο τρέφεται με χόρτα
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρέφομαι
αγγλικά : feed |