Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θρεμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θρεμμέν
ος
η
θρεμμέν
η
το
θρεμμέν
ο
γενική
του
θρεμμέν
ου
της
θρεμμέν
ης
του
θρεμμέν
ου
αιτιατική
τον
θρεμμέν
ο
τη
θρεμμέν
η
το
θρεμμέν
ο
κλητική
θρεμμέν
ε
θρεμμέν
η
θρεμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θρεμμέν
οι
οι
θρεμμέν
ες
τα
θρεμμέν
α
γενική
των
θρεμμέν
ων
των
θρεμμέν
ων
των
θρεμμέν
ων
αιτιατική
τους
θρεμμέν
ους
τις
θρεμμέν
ες
τα
θρεμμέν
α
κλητική
θρεμμέν
οι
θρεμμέν
ες
θρεμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θρεμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
τρέφω
και
θρέφω
Μετοχή
επεξεργασία
θρεμμένος
, -η, -ο
που
τρέφεται
καλά και έχει την ανάλογη σωματική διάπλαση
≈
συνώνυμα
:
γεμάτος
αναθρεμμένος
(με έναν ορισμένο τρόπο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θρεμμένος
γαλλικά
:
gros
(fr)
,
élevé
(fr)
,
nourri
(fr)