Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναθρεμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναθρεμμέν
ος
η
αναθρεμμέν
η
το
αναθρεμμέν
ο
γενική
του
αναθρεμμέν
ου
της
αναθρεμμέν
ης
του
αναθρεμμέν
ου
αιτιατική
τον
αναθρεμμέν
ο
την
αναθρεμμέν
η
το
αναθρεμμέν
ο
κλητική
αναθρεμμέν
ε
αναθρεμμέν
η
αναθρεμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναθρεμμέν
οι
οι
αναθρεμμέν
ες
τα
αναθρεμμέν
α
γενική
των
αναθρεμμέν
ων
των
αναθρεμμέν
ων
των
αναθρεμμέν
ων
αιτιατική
τους
αναθρεμμέν
ους
τις
αναθρεμμέν
ες
τα
αναθρεμμέν
α
κλητική
αναθρεμμέν
οι
αναθρεμμέν
ες
αναθρεμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναθρεμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αναθρέφω
Μετοχή
επεξεργασία
αναθρεμμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
αναθρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναθρεμμένος