Ετυμολογία

επεξεργασία
θρέφω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω

θρέφω

  1. τρέφω
  2. ανατρέφω
  3. (για τραύμα) επουλώνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία