Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επουλώνω < αρχαία ελληνική ἐπουλόω / ἐπουλῶ

  Ρήμα επεξεργασία

επουλώνω

  1. βοηθώ να θεραπευτεί και να κλείσει μια πληγή, ένα τραύμα
  2. (μεταφορικά) βοηθώ να ξεπεραστεί ένα ψυχικό τραύμα, προσωπική, κοινωνική, εθνική τραγωδία κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία