επούλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επούλωση | οι | επουλώσεις |
γενική | της | επούλωσης* | των | επουλώσεων |
αιτιατική | την | επούλωση | τις | επουλώσεις |
κλητική | επούλωση | επουλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επουλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επούλωση < αρχαία ελληνική ἐπούλωσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
επούλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επουλώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επούλωση