δυσεπούλωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δυσεπούλωτος -η -ο
- που δύσκολα επουλώνεται, γιατρεύεται
- ※ δυσεπούλωτο τραύμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επουλώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσεπούλωτος
|