↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσεπούλωτος η δυσεπούλωτη το δυσεπούλωτο
      γενική του δυσεπούλωτου της δυσεπούλωτης του δυσεπούλωτου
    αιτιατική τον δυσεπούλωτο τη δυσεπούλωτη το δυσεπούλωτο
     κλητική δυσεπούλωτε δυσεπούλωτη δυσεπούλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσεπούλωτοι οι δυσεπούλωτες τα δυσεπούλωτα
      γενική των δυσεπούλωτων των δυσεπούλωτων των δυσεπούλωτων
    αιτιατική τους δυσεπούλωτους τις δυσεπούλωτες τα δυσεπούλωτα
     κλητική δυσεπούλωτοι δυσεπούλωτες δυσεπούλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσεπούλωτος < δυσ- + επουλώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσεπούλωτος -η -ο

  • που δύσκολα επουλώνεται, γιατρεύεται
    ※  δυσεπούλωτο τραύμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία