επουλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επουλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επουλώνω
Μετοχή
επεξεργασίαεπουλωμένος, -η, -ο
- που έχει επουλωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επουλωμένος
|
επουλωμένος, -η, -ο
|