διατρέφομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατρέφομαι: παθητική φωνή του ρήματος διατρέφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈtɾe.fo.me/ & /ðʝaˈtɾe.fo.me/
Ρήμα
επεξεργασίαδιατρέφομαι
- διατρέφω τον εαυτό μου
- (κατ’ επέκταση) εξασφαλίζω τα αναγκαία για να ζήσω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διατρέφομαι | διατρεφόμουν(α) | θα διατρέφομαι | να διατρέφομαι | ||
β' ενικ. | διατρέφεσαι | διατρεφόσουν(α) | θα διατρέφεσαι | να διατρέφεσαι | διατρέφου | |
γ' ενικ. | διατρέφεται | διατρεφόταν(ε) | θα διατρέφεται | να διατρέφεται | ||
α' πληθ. | διατρεφόμαστε | διατρεφόμαστε διατρεφόμασταν |
θα διατρεφόμαστε | να διατρεφόμαστε | ||
β' πληθ. | διατρέφεστε | διατρεφόσαστε διατρεφόσασταν |
θα διατρέφεστε | να διατρέφεστε | διατρέφεστε | |
γ' πληθ. | διατρέφονται | διατρέφονταν διατρεφόντουσαν |
θα διατρέφονται | να διατρέφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διατράφηκα | θα διατραφώ | να διατραφώ | διατραφεί | ||
β' ενικ. | διατράφηκες | θα διατραφείς | να διατραφείς | διαθρέψου | ||
γ' ενικ. | διατράφηκε | θα διατραφεί | να διατραφεί | |||
α' πληθ. | διατραφήκαμε | θα διατραφούμε | να διατραφούμε | |||
β' πληθ. | διατραφήκατε | θα διατραφείτε | να διατραφείτε | διατραφείτε | ||
γ' πληθ. | διατράφηκαν διατραφήκαν(ε) |
θα διατραφούν(ε) | να διατραφούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διατραφεί | είχα διατραφεί | θα έχω διατραφεί | να έχω διατραφεί | ||
β' ενικ. | έχεις διατραφεί | είχες διατραφεί | θα έχεις διατραφεί | να έχεις διατραφεί | ||
γ' ενικ. | έχει διατραφεί | είχε διατραφεί | θα έχει διατραφεί | να έχει διατραφεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διατραφεί | είχαμε διατραφεί | θα έχουμε διατραφεί | να έχουμε διατραφεί | ||
β' πληθ. | έχετε διατραφεί | είχατε διατραφεί | θα έχετε διατραφεί | να έχετε διατραφεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διατραφεί | είχαν διατραφεί | θα έχουν διατραφεί | να έχουν διατραφεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διατρέφομαι
|