Δείτε επίσης: διαστρέφομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατρέφομαι: παθητική φωνή του ρήματος διατρέφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈtɾe.fo.me/ & /ðʝaˈtɾe.fo.me/

διατρέφομαι

  1. διατρέφω τον εαυτό μου
  2. (κατ’ επέκταση) εξασφαλίζω τα αναγκαία για να ζήσω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία