εξασφαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξασφαλίζω < ελληνιστική κοινή ἐξασφαλίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξασφαλίζω (παθητική φωνή: εξασφαλίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεξασφάλιστος
- διασφαλίζω
- εξασφάλιση
- εξασφαλισμένος
- εξασφαλιστικός
- → δείτε τις λέξεις εξ, ασφαλίζω, ασφαλής και σφάλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξασφαλίζω | εξασφάλιζα | θα εξασφαλίζω | να εξασφαλίζω | εξασφαλίζοντας | |
β' ενικ. | εξασφαλίζεις | εξασφάλιζες | θα εξασφαλίζεις | να εξασφαλίζεις | εξασφάλιζε | |
γ' ενικ. | εξασφαλίζει | εξασφάλιζε | θα εξασφαλίζει | να εξασφαλίζει | ||
α' πληθ. | εξασφαλίζουμε | εξασφαλίζαμε | θα εξασφαλίζουμε | να εξασφαλίζουμε | ||
β' πληθ. | εξασφαλίζετε | εξασφαλίζατε | θα εξασφαλίζετε | να εξασφαλίζετε | εξασφαλίζετε | |
γ' πληθ. | εξασφαλίζουν(ε) | εξασφάλιζαν εξασφαλίζαν(ε) |
θα εξασφαλίζουν(ε) | να εξασφαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξασφάλισα | θα εξασφαλίσω | να εξασφαλίσω | εξασφαλίσει | ||
β' ενικ. | εξασφάλισες | θα εξασφαλίσεις | να εξασφαλίσεις | εξασφάλισε | ||
γ' ενικ. | εξασφάλισε | θα εξασφαλίσει | να εξασφαλίσει | |||
α' πληθ. | εξασφαλίσαμε | θα εξασφαλίσουμε | να εξασφαλίσουμε | |||
β' πληθ. | εξασφαλίσατε | θα εξασφαλίσετε | να εξασφαλίσετε | εξασφαλίστε | ||
γ' πληθ. | εξασφάλισαν εξασφαλίσαν(ε) |
θα εξασφαλίσουν(ε) | να εξασφαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξασφαλίσει | είχα εξασφαλίσει | θα έχω εξασφαλίσει | να έχω εξασφαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξασφαλίσει | είχες εξασφαλίσει | θα έχεις εξασφαλίσει | να έχεις εξασφαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξασφαλίσει | είχε εξασφαλίσει | θα έχει εξασφαλίσει | να έχει εξασφαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξασφαλίσει | είχαμε εξασφαλίσει | θα έχουμε εξασφαλίσει | να έχουμε εξασφαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξασφαλίσει | είχατε εξασφαλίσει | θα έχετε εξασφαλίσει | να έχετε εξασφαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξασφαλίσει | είχαν εξασφαλίσει | θα έχουν εξασφαλίσει | να έχουν εξασφαλίσει |
|