εξασφαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εξασφαλιστικός < εξασφαλίζω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εξασφαλιστικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην εξασφάλιση
- εξασφαλιστικά μέτρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εξασφαλίζω, ασφαλής και σφάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξασφαλιστικός
|