• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξασφάλιση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξασφάλιση οι εξασφαλίσεις
      γενική της εξασφάλισης* των εξασφαλίσεων
    αιτιατική την εξασφάλιση τις εξασφαλίσεις
     κλητική εξασφάλιση εξασφαλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξασφαλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξασφάλιση < εξασφαλίζω + -ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εξασφάλιση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξασφαλίζω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξασφάλιση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξασφάλιση&oldid=5471759"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 22:55
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 22:55.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie