• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξασφάλιση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξασφάλιση οι εξασφαλίσεις
      γενική της εξασφάλισης* των εξασφαλίσεων
    αιτιατική την εξασφάλιση τις εξασφαλίσεις
     κλητική εξασφάλιση εξασφαλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξασφαλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξασφάλιση < εξασφαλίζω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξασφάλιση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξασφαλίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εξασφάλιση
  • γαλλικά : garantie (fr), assurance (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξασφάλιση&oldid=6934974"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Σεπτεμβρίου 2024, στις 13:55

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Σεπτεμβρίου 2024, στις 13:55.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας