ασφαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασφαλίζω < ελληνιστική κοινή ἀσφαλίζω < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < ἀ- + σφάλλω (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική insure)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.sfaˈli.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαασφαλίζω (παθητική φωνή: ασφαλίζομαι)
- θέτω σε λειτουργία κάποιο μηχανισμό ασφάλειας
- ≈ συνώνυμα: κλειδώνω
- ≠ αντώνυμα: απασφαλίζω
- συνάπτω συμβόλαιο ως συμβαλλόμενος ή ως ασφαλιστής· σε περίπτωση που συμβεί ένα ατύχημα, το οποίο προβλέπεται στο συμβόλαιο, ο συμβαλλόμενος ή ο δικαιούχος παίρνει κάποια αποζημίωση
- έχει ασφαλίσει το σπίτι του για φωτιά
Συγγενικά
επεξεργασία- ανασφάλιστος
- ασφάλιση
- ασφαλισμένος
- ασφαλιστήριος
- ασφαλιστής
- ασφαλιστικός
- ασφάλιστος
- → δείτε τις λέξεις ασφαλής και σφάλλω
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασφαλίζω | ασφάλιζα | θα ασφαλίζω | να ασφαλίζω | ασφαλίζοντας | |
β' ενικ. | ασφαλίζεις | ασφάλιζες | θα ασφαλίζεις | να ασφαλίζεις | ασφάλιζε | |
γ' ενικ. | ασφαλίζει | ασφάλιζε | θα ασφαλίζει | να ασφαλίζει | ||
α' πληθ. | ασφαλίζουμε | ασφαλίζαμε | θα ασφαλίζουμε | να ασφαλίζουμε | ||
β' πληθ. | ασφαλίζετε | ασφαλίζατε | θα ασφαλίζετε | να ασφαλίζετε | ασφαλίζετε | |
γ' πληθ. | ασφαλίζουν(ε) | ασφάλιζαν ασφαλίζαν(ε) |
θα ασφαλίζουν(ε) | να ασφαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασφάλισα | θα ασφαλίσω | να ασφαλίσω | ασφαλίσει | ||
β' ενικ. | ασφάλισες | θα ασφαλίσεις | να ασφαλίσεις | ασφάλισε | ||
γ' ενικ. | ασφάλισε | θα ασφαλίσει | να ασφαλίσει | |||
α' πληθ. | ασφαλίσαμε | θα ασφαλίσουμε | να ασφαλίσουμε | |||
β' πληθ. | ασφαλίσατε | θα ασφαλίσετε | να ασφαλίσετε | ασφαλίστε | ||
γ' πληθ. | ασφάλισαν ασφαλίσαν(ε) |
θα ασφαλίσουν(ε) | να ασφαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασφαλίσει | είχα ασφαλίσει | θα έχω ασφαλίσει | να έχω ασφαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασφαλίσει | είχες ασφαλίσει | θα έχεις ασφαλίσει | να έχεις ασφαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασφαλίσει | είχε ασφαλίσει | θα έχει ασφαλίσει | να έχει ασφαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασφαλίσει | είχαμε ασφαλίσει | θα έχουμε ασφαλίσει | να έχουμε ασφαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασφαλίσει | είχατε ασφαλίσει | θα έχετε ασφαλίσει | να έχετε ασφαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασφαλίσει | είχαν ασφαλίσει | θα έχουν ασφαλίσει | να έχουν ασφαλίσει |
|