Δείτε επίσης: ἀσφαλίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασφαλίζω < ελληνιστική κοινή ἀσφαλίζω < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < ἀ- + σφάλλω (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική insure)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.sfaˈli.zo/

ασφαλίζω (παθητική φωνή: ασφαλίζομαι)

  1. θέτω σε λειτουργία κάποιο μηχανισμό ασφάλειας
     συνώνυμα: κλειδώνω
     αντώνυμα: απασφαλίζω
  2. συνάπτω συμβόλαιο ως συμβαλλόμενος ή ως ασφαλιστής· σε περίπτωση που συμβεί ένα ατύχημα, το οποίο προβλέπεται στο συμβόλαιο, ο συμβαλλόμενος ή ο δικαιούχος παίρνει κάποια αποζημίωση
    έχει ασφαλίσει το σπίτι του για φωτιά

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία