ασφαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ασφαλιστής (μαρτυρείται από το 1817) [1] < ασφαλίζω, ασφαλισ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική insurer [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.sfa.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σφα‐λι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασφαλιστής αρσενικό (θηλυκό ασφαλίστρια)
- (επάγγελμα) το πρόσωπο (ιδιώτης επαγγελματίας, υπάλληλος ή ιδιοκτήτης εταιρείας) που διαχειρίζεται ασφαλιστικά προϊόντα (που ασφαλίζει) και, ιδιαίτερα, ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο ιδιοκτήτης ασφαλιστικής εταιρείας
- ↪ έκανα παζάρια με τον ασφαλιστή και κέρδισα μια χαμηλή τιμή για την ασφάλεια του αυτοκινήτου μου
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ασφαλής
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Περιοδικό Ἑρμῆς ὁ Λόγιος - σελ. 171, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ασφαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας