ασφάλιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασφάλιση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ασφάλιση θηλυκό
- ασφάλιση (κατά τη νομική έννοια) είναι κοινωνία όμοιων κινδύνων που παρέχει στα μέλη της, με αντάλλαγμα (ασφάλιστρο ή εισφορά) αυτόνομη αξίωση για κάλυψη οικονομικής ανάγκης. πιο τυπικά μπορεί να ορισθεί σαν ένα σύστημα κατά το οποίο ο ασφαλιστής, έναντι μιας συνήθως εκ των προτέρων οριζόμενης εισφοράς, υπόσχεται να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο ή να του προσφέρει υπηρεσίες, στην περίπτωση που ορισμένα τυχαία περιστατικά έχουν σαν αποτέλεσμα την επέλευση ζημιών κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης περιόδου.
Επεξεργασία
- ασφαλίζομαι
- ασφαλίζω
- ασφαλισμένος
- ασφαλιστήριος
- ασφαλιστής - ασφαλίστρια
- ασφάλιστρο
- ασφαλιστικός
- ασφάλιστος